- ταινία
- (taenia solium - ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου γενικά φτάνει σε μήκος τα 2-4 μ.· το ταινιοειδές σώμα της αποτελείται από 700-1.000 ορθογώνια τμήματα, που ονομάζονται προγλωττίδες, οι διαστάσεις των οποίων είναι τόσο μεγαλύτερες, όσο περισσότερο απέχουν από την κεφαλή του παράσιτου. Η κεφαλή, που ονομάζεται σκωλήκιο, έχει 4 μυζητικά όργανα και μια διπλή στεφάνη περίπου 30 αγγίστρων, με τα οποία προσκολλάται στο έντερο του ανθρώπου· από τον αυχένα του σκουληκιού παράγονται οι προγλωττίδες· οι πιο μακριά ευρισκόμενες προγλωττίδες, γεμάτες με γονιμοποιηθέντα ωάρια, είναι μήκους 12 χιλιοστών και πλάτους 6 χιλιοστών το μέγιστο· αυτές αποβάλλονται συνεχώς με τα κόπρανα. Ο ενδιάμεσος ξενιστής του κεστώδους αυτού σκουληκιού είναι ο χοίρος, που καταπίνει τα αβγά της τ. που βρίσκονται στο έδαφος· στο κρέας του χοίρου παράγονται τότε μικρές κύστες, οι κυστίκερκοι, που περιέχουν τα σκουλήκια. Όταν ο άνθρωπος φάει κρέας αυτού του χοίρου ωμό (λουκάνικα) ή, ατελώς ψημένο, τότε το παράσιτο αυτό εγκαθίσταται στο έντερο και εκεί ένα από αυτά παράγει το τέλειο σκουλήκι, δηλαδή την τ.
Ένα παρόμοιο είδος, συχνό εντερικό παράσιτο του ανθρώπου, είναι η taenia saginata, (τ. η άοπλος), το σκωλήκιο της οποίας δεν έχει άγγιστρα· αυτή έχει ως ενδιάμεσους ξενιστές τα βοοειδή. Άλλο είδος τ. του ανθρώπου είναι ο βοθριοκέφαλος, που μεταδίδεται από ψάρια του γλυκού νερού και προκαλεί στον άνθρωπο, εκτός των συμπτωμάτων της εντερικής παρασίτωσης, και συμπτώματα από το αιμοποιητικό (αναιμία). Η τ. η νανώδης είναι ένα άλλο είδος, που προσβάλλει συνήθως τα παιδιά και μεταδίδεται κατευθείαν από τα κόπρανα του πάσχοντος παιδιού. Η εχινόκοκκος τ. ανήκει στην ίδια οικογένεια, αλλά είναι εντερικό παράσιτο του σκύλου και άλλων ζώων· στον άνθρωπο προκαλεί και εχινοκοκκίαση, δηλαδή εντόπιση κυστίκερκου στο συκώτι, στους πνεύμονες ή σε άλλα όργανα. Η παρουσία τ. στο έντερο προκαλεί διάφορα ενοχλήματα (ταινίαση), λιγότερο ή περισσότερο εμφανή, που στα μικρά παιδιά μπορεί να εκδηλωθούν και με κρίσεις σπασμών· πολύ σπάνια μπορεί να γίνει κυστικέρκωση στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Για vα αποβληθεί το παράσιτο χορηγούνται στον ασθενή μερικά παράγωγα της ακριδίνης ή η θυμόλη ή αιθερούχο εκχύλισμα αρρενοπτέριδας, τα οξέα των οποίων παραλύουν την τ.: το σκωλήκιο αποκολλάται έτσι από τον εντερικό βλεννογόνο και αποβάλλεται δια της χορήγησης καθαρτικών. Ιδιαίτερα αποτελεσματικό στη θεραπεία των παρασιτώσεων αυτών είναι και ένα παράγωγο της σαλικυδαμίδης.
Στην Ελλάδα συχνότερη είναι η τ. η άοπλη και η τ. η εχινόκοκκος, ενώ πολύ σπάνια η τ. η μονήρης και η βοθριοκέφαλη.
Ταινία η μονήρης (taenia solium): αριστερά, το πρόσθιο, το κεντρικό και το άλλο τμήμα, σε μεγάλη σμίκρυνση- στη μέση, η ταινία με τα μυζητικά όργανα και τη στεφάνη των αγγίστρων δεξιά, ώριμη προγλωττίδα.
* * *η, ΝΜΑ1. στενόμακρο κομμάτι διαφόρων υλικών, λωρίδα, κορδέλα2. συνεκδ. καθετί που έχει τέτοιο σχήμα (α. «ταινία γης» β. «ταινία παρ' ὅλην σχεδόν τὴν Αἴγυπτον παρήκει», Διόδ.)3. ζωολ. το γνωστότερο γένος τών κεστωδών σκωλήκων τής τάξης κυκλοφυλίδια, με πολλά είδη που παρασιτούν στο πεπτικό σύστημα τών θηλαστικών και, κατά το ενήλικο στάδιο, στο έντερο τού ανθρώπουνεοελλ.1. ανατ. ονομασία που δίνεται σε διάφορα ανατομικά μορφώματα λόγω τού ταινιοειδούς σχήματός τους (α. «μυϊκές ταινίες» β. «λαγονοκνημιαία ταινία»)2. κινημ. α) λεπτή λωρίδα από πλαστική ύλη, επικαλυμμένη με στρώμα φωτοευαίθητου υλικού, η οποία χρησιμοποιείται για τη λήψη εικόνων από τις κινηματογραφικές μηχανές λήψης, αλλ. κινηματογραφικό φιλμβ) το εμφανισμένο φιλμ που χρησιμοποιείται για την προβολή τών εικόνων με τις κινηματογραφικές μηχανές προβολής3. συνεκδ. κινηματογραφικό έργο4. μετροταινία5. κόσμημα που απαρτίζεται από συνεχείς γραμμές6. φρ. α)»[λες και] έχει ταινία» — είναι αχόρταγος, τρώει πολύβ) «βωβή ταινία» κινημ. ταινία τού βωβού κινηματογράφουγ) «ομιλούσα ταινία» — κινηματογραφική ταινία που αναπαράγει τους ήχους και την ομιλίαδ) «ταινία μικρού μήκους»κινημ. κινηματογραφική ταινία διάρκειας μικρότερης από 60' λεπτάε) «ταινία εσχάρας»ναυτ. καθεμιά από τις στενόμακρες δοκούς, από τις οποίες σχηματίζεται η εσχάρα τής ναυπηγικής κλίνηςστ) «κυανή ταινία»ναυτ. τίτλος ταχύτητας ο οποίος απονεμόταν παλαιότερα στα μεγάλα επιβατηγά πλοία που εκτελούσαν τη γραμμή βορείου Ατλαντικούζ) «μαγνητική ταινία»τεχνολ. πλαστική, χάρτινη, ή μεταλλική ταινία η οποία καλύπτεται με λεπτότατα διαμερισμένο μαγνητιζόμενο οξείδιο τού σιδήρου και χρησιμοποιείται για την εγγραφή και αναπαραγωγή ήχου και εικόνας καθώς και στις μονάδες εξωτερικής μνήμης τών ηλεκτρονικών υπολογιστώνη) «μεταφορική ταινία»τεχνολ. μηχανικός μεταφορέας αποτελούμενος από υφασμάτινο, πλαστικό, ελαστικό, δερμάτινο ή μεταλλικό ιμάντα που σχηματίζει ατέρμονα βρόχο, ο οποίος κινείται μέσω μηχανοκίνητου τυμπάνου στο ένα από τα άκρα του και πάνω στον οποίο τοποθετείται το μεταφερόμενο υλικό, αλλ. ταινιομεταφορέαςαρχ.1. κορδέλα από ύφασμα την οποία έδεναν γύρω από το κεφάλι ως ένδειξη νίκης («θήσω δὲ νικητήριον τρεῑς ταινίας», Εύβουλ.)2. λωρίδα από ύφασμα την οποία χρησιμοποιούσαν οι νεώτερες, κυρίως, γυναίκες ως στηθόδεσμο («τὸ δὲ τῶν μαστῶν τῶν γυναικῶν ζῶσμα ταινία ὠνόμαζον ἢ ταινίδιον», Πολυδ.)3. λωρίδα για την περιβολή τής κοιλιάς4. επίδεσμος5. στενή λωρίδα από δέρμα6. ναυτ. ο επισείων7. υφασμάτινη ταινία, στερεωμένη στη λόγχη δόρατος8. αρχιτ. γείσο9. αμμώδης έξαρση τού θαλάσσιου βυθού, σύρτις(«συμβαίνει... ἐπὶ χίλια στάδια συνεστάναι ταινίαν», Πολ.)10. προεξέχουσα ζώνη από ξύλο (α. «ταινίαι σανίδων κυπαρίσσου ἐκ τοῡ Λιβάνου ἐλήφθησαν», ΠΔβ. «τὴν ταινίαν ἐπὶ τὸν θρᾱνον τοῡ νεὼ ἐπιθέντι», επιγρ. Δήλου)11. μακρύ και λεπτό ψάρι, κν. γνωστό σήμερα ως ζαργάνα («ὁμοίως δὲ καὶ κεστρεῑς... καὶ ἡ καλουμένη ταινία», Αριστοτ.)12. ως κύριο όν. ἡ Ταινίαονομασία περιοχής κοντά στη Μαρεώτιδα λίμνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταινία συνδέεται με το ρ. τείνω* και έχει προέλθει υστερογενώς με κατάλ. -ία (πρβλ. αντλ-ία, κειρ-ία) από ένα αμάρτυρο προσηγορικό *ταῖνα (ή, κατ' άλλους, *ταινός ή *ταινά) σχηματισμένο από τη συνεσταλμένη βαθμίδα *tņ- τής ρίζας *ten- τού τείνω με επίθημα -ja (για ανάλογο σχηματισμό πρβλ. σφαῑρα*). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. taenia) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. tenia, αγγλ. taenia)].
Dictionary of Greek. 2013.